θεατρομανής

θεατρομανής
-ές (Α θεατρομανής, -ές)
αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής. ερω-μανής, ζηλο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεατρομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά το θέατρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανία — η (Α θεατρομανία) [θεατρομανής] η μανιώδης επιθυμία για το θέατρο, η υπερβολική αγάπη και λατρεία για το θέατρο …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανώ — θεατρομανῶ, έω (Α) [θεατρομανής] έχω μανία για το θέατρο, επιθυμώ μανιωδώς να βλέπω θεατρικές παραστάσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”